ἱππασίας

ἱππασίας
ἱππασίᾱς , ἱππασία
riding
fem acc pl
ἱππασίᾱς , ἱππασία
riding
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • κέλης — ο (ΑΜ κέλης, Α δωρ. τ. κέληξ) άλογο ιππασίας νεοελλ. ναυτ. ελαφρά, επιμήκης και ταχεία κωπήλατη λέμβος στην οποία οι ερέτες κάθονται αντίθετα προς την πλευρά κίνησης τού φτερού τής κώπης, αλλ. φαλαινίς αρχ. 1. (συχνά στην επικεφαλίδα ωδών τού… …   Dictionary of Greek

  • 2004 Summer Olympics — Games of the XXVIII Olympiad Host city Athens, Greece Motto Welcome Home Nations participating 201 …   Wikipedia

  • αεροκέλητες — οι «ανεμόποδες ίπποι», γοργοπόδαρα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κέλης (= άλογο ιππασίας)] …   Dictionary of Greek

  • αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… …   Dictionary of Greek

  • ιππευτικός — ή, ό [ιππευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππέα («ιππευτικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππευτική η τέχνη τής ιππασίας …   Dictionary of Greek

  • ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”